- προστενάζω
- Αβλ. προστένω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστένω — και προστενάζω Α 1. αναστενάζω προηγουμένως 2. θρηνώ, οδύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στένω / στενάζω «θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek